Λατρεία και νεύρωση στην παιδαγωγική της καινοτομίας: Σημειώσεις σε μια μετανεωτερική φιλοσοφία της παιδείας. Αντώνης Σμυρναίος. Εκδ. Εστίας. Αθήνα 2009

 

Το κείμενο αναγνώσθηκε από το συγγραφέα στις παρουσιάσεις του βιβλίου στο βιβλιοπωλείο της Εστίας στην Αθήνα (22/3/2011) και στο καφέ "Ποδηλάτισσα" στο Βόλο (29/3/2011)

 

Το Λατρεία και νεύρωση στην παιδαγωγική της καινοτομίας είναι κυρίως ένα βιβλίο πολιτισμικής κριτικής, ένα ποιητικό και φιλοσοφικό δοκίμιο, με αιχμή του δόρατος την Παιδαγωγική και την εκπαίδευση. Είναι δοκίμιο, γιατί δοκιμάζει, δηλαδή επιχειρεί να ανιχνεύσει τους όρους και τα όρια της παρουσίας, καθώς και τις αντοχές της κυριαρχίας ενός θεμελιώδους, στο υπάρχον πολιτισμικό παράδειγμα, διωνύμου: της δημιουργικότητας και της καινοτομίας. Μιας δημιουργικότητας που αποτελεί το κατεξοχήν πρόταγμα της νεωτερικότητας, και μιας καινοτομίας που φαίνεται να συγκροτεί το μετανεωτερικό της ισοδύναμο. Είναι ένα βιβλίο, το οποίο περιηγείται την επικράτεια ενός αδιαπραγμάτευτου αγγελισμού που φαίνεται να χαρακτηρίζει αυτό το εκρηκτικό διώνυμο, ανατέμνοντας την τοξικότητα της προμηθεϊκής δημιουργικότητας, καθώς και τον εξισωτισμό της μετανεωτερικής της εκδοχής. Είναι ένα βιβλίο που προσπαθεί να κατανοήσει την Παιδαγωγική ως υποχρεωτική κατήχηση στη δημιουργικότητα, ιχνηλατώντας τη κοσμική θεολογία των λεγόμενων Καινοτόμων Προγραμμάτων, καθώς και την καταναγκαστική εγχάραξη του οικονομισμού, μέσω της επιχειρηματικότητας, στο σχολείο. Τέλος, πασχίζει να αρθρώσει οκτώ ημιτελείς εκκλήσεις για μια επανεξέταση κι έναν αναστοχασμό του Καινοτομείν μέσα στον αιώνα που διανύουμε.

Θα σας μιλήσω κατ’ αρχήν για τη γέννηση και την εξέλιξη αυτού του βιβλίου, μια και όλοι μας τρέφουμε πάντοτε την περιέργεια για το πώς ένα έργο, που καμώνεται πως έχει ολοκληρωθεί, αρμολογήθηκε εντέλει, αν και το motto του ήδη μας προειδοποιεί ότι, όπως κάθε βιβλίο, ουσιαστικά αποτελεί κι αυτό «το πλαστό όριο μιας νοητικής ανάπτυξης», κατά το Βαλερύ.

Νομίζω ότι είναι κοινός πλέον τόπος ότι η Ευρώπη εδώ και πέντε τουλάχιστον αιώνες βρίσκεται σε μια «συνεχή ανησυχία» (Μax Weber), μια ανησυχία την οποία όμως επιχειρεί, συνειδητά ή ασυνείδητα, να μεταμφιέσει κατ’ αρχήν σε περιέργεια και σε ερωτηματοθεσία, και κατόπιν σε δημιουργικότητα και καινοτομία. Ο δυτικός άνθρωπος είναι αυτός που έχει κατ’ εξοχήν στοιχειωθεί από τα ερωτήματά του: αυτά θεωρεί ότι είναι ο πολυτιμότατος θησαυρός του, η μήτρα της αεικινησίας του, αλλά και το αδιάπτωτο φετίχ του, η ευλογία του αλλά και το μαρτύριο του. Στοιχειωμένος, δηλαδή βαθιά πληγωμένος, από μια ασυγκράτητη και βουλιμική επιθυμία αυτοσυνειδησίας, υπακούει σε αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε φετιχισμό της κατανόησης, ένα φετιχισμό, στην πάχυνση μάλιστα του οποίου η εποχή μας έχει ιεραποστολικά αφοσιωθεί. Ίσως λοιπόν δεν είναι καθόλου παράδοξο αν ο Κρίστοφερ Λας και στο βιβλίο του Η Κουλτούρα του Ναρκισσισμού, ισχυρίζεται ότι ο τελευταίος ανθρωπολογικός τύπος της εποχής μας, ο σύγχρονος Νάρκισσος, είναι αυτός που επιθυμεί διακαώς να καταφύγει «σε οτιδήποτε θα απομάκρυνε το μυαλό του από το μυαλό του», ή, θα πρόσθετα εγώ, σε οτιδήποτε θα απομάκρυνε την επιθυμία του από το ίδιο της το επιθυμείν

Θα ξεκινήσω λοιπόν ομολογώντας ότι το βιβλίο ξεκίνησε, κατ’ αρχήν, ως προϊόν μιας αδιάγνωστης δυσφορίας απέναντι σε ένα συνεχές ισοκράτημα, σε ένα εξακολουθητικό μουρμουρητό που διαισθανόμουν ότι εξέπεμπαν τα βιβλία, οι τέχνες, οι επιστήμες, οι θεσμοί και οι συμβάσεις, η ίδια η φαντασιακή συγκρότηση του πολιτικο/κοινωνικού και του πολιτιστικού μας βίου. Αυτό το μυστικό τραγούδι έβγαινε από όλους τους πόρους του κόσμου και από ένα σημείο και μετά όποια πέτρα κι αν σήκωνα, όποια σελίδα και αν γύριζα, όποιο βλέμμα κι αν έριχνα, το αναγνώριζα παντού. Ήταν το βαθύ τραγούδι της δημιουργικότητας. Όλα διακήρυτταν ότι αυτή είναι η πηγή της ζωής, το DNA της ανθρώπινης ύπαρξης, η αρχή και το τέλος των πόθων, των τόπων και των χρόνων του ανθρώπου. Μια κατακλυσμική πολυφωνία ήταν ανυποχώρητη στο ότι αν υπάρχει κάτι που δεν πρόκειται ποτέ να αποδομηθεί, παρά μόνο με το τέλος αυτού του κόσμου, θα είναι οπωσδήποτε η δημιουργικότητα και, σήμερα πλέον, η καινοτομία. Επρόκειτο για το κατεξοχήν κοσμολογικό και ανθρωπολογικό παλίμψηστο.

Σε μια τέτοια λοιπόν αποκοτιά εισήλθα με αυτό το βιβλίο: ήθελα να οσμιστώ ακριβώς την αίρεση που θα μπορούσε, ενδεχομένως, να διαβρώσει αυτήν την «υπερκαθαγίαση του ενυπάρχοντος», κατά την ακριβόλογη φράση του Gellner, παρά το γεγονός ότι θα μπορούσα να κατηγορηθώ για φιλισταϊσμό. Ήθελα, επιπλέον, να μάθω πόσες εγγραφές άραγε μπορεί ακόμη να αντέξει αυτό το παλίμψηστο μέχρι να γίνει εμφανής αυτή η ακίδα, η τρεμάμενη ακίδα της δημιουργικότητας, στην οποία στηρίζεται ολόκληρος αυτός εξαίσιος ο πολιτισμός μας, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που νομίζει ότι στηρίζεται μια αντεστραμμένη πυραμίδα. Διότι άρχισε σιγά-σιγά να μου γίνεται φανερό πως η εξαιρετική ποικιλία ιδεών και ειδών που μας κατακλύζει ήταν ουσιαστικά μονογονεϊκή, ήταν ο παράδοξος καρπός μιας υποχρεωτικής αγαμίας.

Βγήκα έτσι στη δυνατότητα να θεωρήσω ότι ο εξαγιασμός αυτού του εκρηκτικού διώνυμου της δημιουργικότητας και της καινοτομίας αποτελεί και το αρχιμήδειο σημείο της κατανόησης του πολιτισμού μας και κατά συνέπεια της παιδείας του, πόσο μάλλον όταν γύρω από αυτόν έχει καθιδρυθεί ακριβώς ο χωροχρόνος μιας αληθινά δυσκαταμάχητης νεο-ειδωλολατρίας. Διότι οι δυο αυτές έννοιες δεν απλώς ιδέες, ή έστω παν-ιδέες, αλλά ουσιαστικά οντότητες και υποστάσεις, μπρος τις οποίες απαιτούνται θυσίες και λιβανωτά. Έτσι, σήμερα μπορούμε πλέον να μιλάμε όχι μόνο για μια ιδεολογία, αλλά κυρίως για μια βαθιά και βαριά θεολογία της δημιουργικότητας, καθώς φαίνεται να συγκροτεί την όντως μοναδική μεταφυσική ιδέα σε ένα κόσμο, κατά τα άλλα, πανηγυρικά δεδηλωμένων αντι-μεταφυσικών. Ακόμη περισσότερο μάλιστα, όταν φαίνεται να χαρακτηρίζεται και να σιτίζεται από μια ταχύτατη «μυστικιστική αυτοπροώθηση», για να παραφράσουμε τον Ellul. Σε κάθε περίπτωση, αυτό σημαίνει ότι η δημιουργικότητα και η καινοτομία έχουν γίνει εξάπαντος λέξεις ηγεμονικές και κυρίαρχες, δηλαδή, λέξεις του ηγεμόνα και του κυρίου

Στη συνέχεια παρατήρησα ότι, ενώ επί αιώνες η δημιουργικότητα, παρά τα θαυμαστά επιτεύγματά της, περνούσε έναν βίο ουσιαστικά αφανή, από την Αναγέννηση τουλάχιστον και δώθε η εξωστρέφειά της έγινε πραγματικά εμπύραυλη. Ζει και ζούμε κι εμείς μαζί της έναν παροξυσμό, ενώ ταυτόχρονα, αυξάνει με γεωμετρική πρόοδο η αυτοκατανόηση αυτής της δημιουργικότητας, δηλαδή η επίγνωση των φορέων της ότι, παρόλο ότι ζούνε σε μια εποχή διάχυτου και θριαμβολογικού αντι-ουσιοκρατισμού, είχαν πλέον πιάσει τον ταύρο της ουσίας αυτού του κόσμου από τα κέρατα. Η δημιουργικότητα είναι ακριβώς μια έννοια – πασπαρτού, είναι το κλειδί, όχι μόνο για όλες τις πραγματικές, αλλά και για όλες τις δυνητικές κλειδαριές: και περαιτέρω, είναι αυτή που μοιάζει πάντοτε έτοιμη να ξεκλειδώσει την ίδια την έννοια της κλειδαριάς…

Επιλέγοντας, κατόπιν, ένα μικρό μόνο μέρος από τις ρητές και άρρητες αυτοβιογραφίες των δημιουργών του πολιτισμού μας, έφτασα στο συμπέρασμα ότι σχεδόν κανείς δεν ήταν πρόθυμος να προδώσει ποτέ τη μήτρα του, αυτό το τοτέμ της δημιουργικότητας. Όλοι τους πρώτα θυμιάτιζαν ποικιλοτρόπως αλλά ευλαβικότατα τη Μούσα τους και μετά ξεκινούσαν τη «δουλειά τους», ξεκινούσαν δηλαδή «να κάνουν πράγματα», όπως με παραδειγματική αλλά και παραπλανητική μετριοφροσύνη αποκαλούσαν την ενασχόλησή τους με τις τέχνες και τις επιστήμες. Ο κόσμος αυτός, επειδή ακριβώς είχε αφοσιωθεί στην επιτάχυνσή του, επειδή το γκάζι της ιστορίας έγινε το αποκλειστικό του πεπρωμένο, και επειδή, βεβαίως, έκανε με τον τρόπο αυτό εξαιρετικά εύφλεκτο το ναρκισσισμό των δημιουργών του, ήταν ο καλύτερος των δυνατών κόσμων και κανείς, συνεπής ως το τέλος του, μηδενισμός δεν θα μπορούσε να τον αγγίξει. Η διαστολική και διογκωτική λειτουργία της δημιουργικότητας συγκροτούσε απλώς τη μοντέρνα αλλά και τη μεταμοντέρνα κανονιστική ηθική. 

Έτσι λοιπόν αυτή η αγγελοποίηση της δημιουργικότητας μπήκε στο στόχαστρο της μελέτης μου, και από ένα σημείο και μετά δεξιώθηκα την ιδέα ότι ουσιαστικά κακοποιεί ταυτόχρονα και τον κόσμο και τον άνθρωπο. Πρώτα τον κόσμο, γιατί, για να μιλήσουμε με όρους ενεργειακούς, το αποκλειστικό καύσιμο ακόμα και της παραμικρής δημιουργικής πράξης είναι αυτός ο ίδιος ο κόσμος του οποίου είμαστε ένα πολύτιμο κομμάτι, ένα καύσιμο, βεβαίως, γοργά και τραγικά εξαντλούμενο, με ευθεία μάλιστα συνέπεια την ανεπίστρεπτη καταστροφή του περιβάλλοντος. Το ισχυρότατο, εξάλλου, όραμα της νεωτερικότητας, δηλαδή μια δημιουργικότητα καθαρά προμηθεϊκή, είναι ακριβώς ο ίδιος ο ορισμός της τοξικότητας, καθώς οι κρημνώδεις προοπτικές του είναι πια πραγματικά κι όχι δυνητικά απεριόριστες. Και επιπλέον, η αγγελοποίηση της δημιουργικότητας κακοποιεί τον ίδιο τον άνθρωπο, γιατί, πρώτον, του επιτρέπει να ναρκισσεύεται πως έχει, εξ ιδίων και δωρεάν, αξιωθεί, όχι μόνο της συν-δημιουργίας, αλλά κυρίως της ατέλεστης ανα-δημιουργίας του κόσμου, ένας ναρκισσισμός που διαποτίζει την ίδια την κοινωνική του συγκρότηση. Δεύτερον, γιατί τον πειθαναγκάζει να ανακρίνει ανελεημόνως το μοναδικό του αυτό ενδιαίτημα, υποβάλλοντάς του μάλιστα την ιδέα ενός υπέρτατου καθήκοντος, μια θεμελιωδώς φαλλοκρατική αντίληψη, και τρίτον, γιατί του κληροδοτεί ένα αίσθημα νευρωτικής ασφυξίας, όταν, για διάφορους λόγους, δεν επιθυμεί να ενδώσει σ’ αυτή την ανακριτική νοοτροπία. Έτσι, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε πιθανό ότι, κάποια στιγμή, όχι αυτός που είναι, αλλά αυτός που δεν θα αποδεικνύει παντού και πάντοτε ότι είναι δημιουργικός και καινοτόμος, δεν θα δικαιούται πλήρως της προσωνυμίας του ανθρώπου…

Η προσέγγισή μου στο ζήτημα του εξαγιασμού της δημιουργικότητας με οδήγησε περαιτέρω στο μετανεωτερικό της ισοδύναμο, την καινοτομία, και εξ αυτής στην καταναλωτικότητα. Στη μετανεωτερικότητα η δημιουργικότητα υποτάσσεται πλέον σε μια δημοκρατία της έμπνευσης: όχι πλέον οι λίγοι και οι εκλεκτοί, αλλά όλοι, δυνητικά αλλά και πραγματικά, αξιώνονται, ή πρέπει οπωσδήποτε να αξιωθούν, της δημιουργικής εγγραφής. Η δημιουργικότητα είναι πλέον δικαίωμα, κι ακόμη περισσότερο αποτελεί υποχρέωση του καθενός, η μη εκπλήρωση της οποίας θα ενοχοποιεί αποκλειστικά και μόνο, όχι πλέον το σύστημα ή τους θεσμούς, αλλά τον καθένα προσωπικά, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το ζήτημα της φτώχειας στο νεοφιλελευθερισμό. Διότι, το πιο ναρκισσιστικό γαργαλητό της ιστορίας είναι μια οικουμένη δημιουργικών και καινοτόμων, μια οικουμένη χαρισματικών… Στο σημείο αυτό η δημιουργικότητα συμπλέκεται με την καταναλωτικότητα, όχι μόνο επειδή η ιλιγγιώδης πλέον υπερπαραγωγή καινοτομιών απαιτεί και την ιλιγγιώδη διασπορά και απορρόφησή τους, αλλά κυρίως επειδή η ίδια η ιδέα της δημιουργικότητας έχει ως κίνητρο την άφθορη φθορά και ανάλωση ιδεών και ειδών, τη λεγόμενη «δημιουργική καταστροφή», βασικό στοιχείο της ίδιας της καπιταλιστικής δυναμικής, σύμφωνα τουλάχιστον με το Σουμπέτερ. Σε κάθε όμως περίπτωση, επειδή η φαντασίωση απέχει παρασάγγας από την εφαρμογή, όλοι αυτοί οι θεσμοποιημένοι καινοτόμοι καλούνται εντέλει να αφήσουν την πολλά διαθρυλούμενη παραγωγή και να αρκεστούν στη βιομηχανική, φωτοαντιγραφική και καταναλωτική χρήση των ποικιλώνυμων gadgets, υποβαλλόμενοι εντέχνως στην ιδέα ότι η χρήση συμμετέχει δήθεν, με κάποιο αδιόρατο εισέτι τρόπο, στην ίδια τη διαδικασία της παραγωγής… Η κατανάλωση, με βασικό όπλο τη διαφήμιση, δημιουργεί τη ψευδαίσθηση ενός παράδοξου υβριδίου, του δημιουργικού καταναλωτή, στον οποίο, ενώ δωρίθηκε εξαρχής αυτή η «επίζηλη» θέση, εκείνος συνήθως παραιτείται, από αδυναμία ή ακηδία, των περαιτέρω καινοτομιών, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο σε αυτούς που πραγματικά το ελέγχουν. Έτσι, μοιάζει να επιβεβαιώνεται, για άλλη μια φορά, η ριζοσπαστική ψυχαναλυτική διαπίστωση ότι η επιθυμία δεν επιθυμεί αντικείμενα, αλλά επιθυμεί ακριβώς το ίδιο το επιθυμείν… Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που η καταναγκαστική υποταγή στην αγορά διευκολύνει την τελευταία να επιτελέσει αυτό που ξέρει πολύ καλά: να εξ-αγοράζει την πραγματικότητα, αποικίζοντας με τη σειρά της το ίδιο το ασυνείδητο των ανθρώπων. Και μάλιστα θα είναι ο Λεβί – Στρως που θα τονίσει ότι η ανεξέλεγκτη καταναλωτικότητά μας είναι αυτή που μας καθιστά ολοένα και λιγότερο ικανούς για δημιουργία, δημιουργώντας έτσι μια ένδεια, η οποία, μας αναγκάζει να παραμονεύουμε συνεχώς την έλευση του δημιουργικού ανθρώπου, και μάλιστα, επειδή δεν τον βλέπουμε πουθενά, να στρεφόμαστε από απελπισία στα παιδιά μας για να τον ανακαλύψουμε και να παρηγορηθούμε.

Με την επισήμανση αυτή του Λεβί-Στρως, ερχόμαστε τώρα στην περιοχή της Παιδαγωγικής, μιας επιστήμης δυστυχώς δεύτερης ή τρίτης διαλογής σήμερα, ίσως και πάντα, μιας επιστήμης μάλιστα φανερά συμπλεγματικής απέναντι στις κυρίαρχες φυσικομαθηματικές «πειθαρχίες». Εκεί θα συναντήσουμε σε πολλαπλές παραλλαγές την ίδια στερεότυπη υμνολογία της δημιουργικότητας: κάθε παιδί, είναι βέβαιο, έχει ταλέντο, πρέπει λοιπόν να το ανιχνεύσουμε εγκαίρως, να το καλλιεργήσουμε όσο γίνεται πιο γενναιόδωρα και κατόπιν να το εξακτινώσουμε απρόσκοπτα στα πέρατα όχι μόνο της οικουμένης αλλά και του σύμπαντος, γιατί ο άνθρωπος είναι βέβαια κόκκος άμμου αλλά με φιλοδοξία αδυσώπητα ωκεάνια και με δημιουργικότητα αδιαπραγμάτευτα διαστρική... Η δημιουργικότητα και η καινοτομία είναι πράγματι, όχι το εποικοδόμημα, αλλά το ίδιο το ψωμοτύρι της παιδαγωγικής. Σπαταλώντας ασύστολα τη φαντασία, που αποτελεί την άλλη, ύψιστα επίσης αγιοποιημένη, έννοια του σύγχρονου κόσμου, η παιδαγωγική δεν μπορεί καν να συλλάβει τον εαυτό της χωρίς, όχι απλώς μια δημιουργική θωπεία, αλλά χωρίς έναν πλήρη δημιουργικό χορτασμό! Η δεξίωση της Παιδαγωγικής στη βασιλεία των «σκληρών» επιστημών μπορεί να γίνει μόνο μέσα από το δίαυλο της κατήχησης που εκείνη πρέπει να επιτελεί για την παν-ιδέα της δημιουργικότητας. Έτσι, η Παιδαγωγική μόνο ως προθάλαμος ενός ντετερμινιστικά τεχνολογικού μέλλοντος μπορεί να επιβιώσει και γι’ αυτό και μόνο χρησιμοποιείται.

Ποια όμως είναι τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της Παιδαγωγικής  αλλά και της εκπαίδευσης που επιχειρεί να εφαρμόσει; Ας τα συλλέξουμε και ας τα παρουσιάσουμε επιγραμματικά, ιχνηλατώντας μέσα τους την, ενδεχόμενη, δική μας εκπαιδευτική εμπειρία: Σύζευξη γνώσης και απόλαυσης μέσα στο άλλοτε εναργές και άλλοτε θολό φόντο της αριστείας, βασιλεία της αυτενέργειας, πάντοτε στην γλυκερή προοπτική της αυτοπραγμάτωσης, όχι στόχος αλλά διαδικασία, όχι νόημα αλλά απλώς εκκίνηση της εννοημάτωσης, σε ένα κόσμο που «τα σημεία μας περιπλανιούνται αναζητώντας σημασίες και οι σημασίες περιπλανιούνται αναζητώντας σημεία», κατά τον Μπάουμαν, όχι μετάδοση αλλά εμψύχωση, απέραντη ευλάβεια απέναντι στην τεχνολογία και στην επιστήμη, ψηφιακή απορρόφηση των πάντων, εξαιρετική εκζήτηση για τη χώνευση πολυτροπικών εμπειριών, υπέρτηξη του παιγνιώδους μέσα στη σχολική πράξη, όχι ενική Αλήθεια αλλά πληθυντική ευλογοφάνεια μέσα στην ισχυρότατη αυτοκρατορία του εποικοδομητισμού, κύρος βαρύτατο στην επιχειρηματικότητα ως τη βασιλική οδό προς την ανάπτυξη, δηλαδή την πρόοδο, όχι διδακτική αλλά πληθώρα διδακτικών με αφθονία μάλιστα μιντιακών συνδέσμων, όχι διακριτά αντικείμενα αλλά διαθεματικές προσεγγίσεις, διεπιστημονικές συμμείξεις, συμπήξεις, συγκράσεις, συμμετοχές, συναινέσεις, συμπεριλήψεις… Ένας φαντασμαγορικός μεγά-κοσμος μικρο-αφηγήσεων, πλήρης αισθησιοθηρικής πολυπλοκότητας αλλά και στανικής συνδεσμολογίας, όπου η αναπόφευκτη σκληρότητα της επιβίωσης και η αδυσώπητη «μικροφυσική της εξουσίας» κρύβονται επιμελέστατα μέσα σε ένα περιβάλλον ιλαρής μαγγανείας, και όπου η μοναδική ιεραρχική δομή που επιτρέπεται δεν είναι άλλη από εκείνη που μπορεί να εξασφαλίσει την οξύτητα της απόλαυσης!

Το φινλανδικό λ.χ. εκπαιδευτικό μοντέλο, το τόσο διαφημισμένο, κυρίως όμως εκτός Φινλανδίας, μοιάζει να αποτελεί ένα εύγλωττο παράδειγμα αυτού του χειρονακτικού καινοτομισμού, που επιπολάζει μέσα στον μετανεωτερικό αφρό των ημερών, χωρίς βεβαίως να τον στηρίζει καμιά πνευματική και παιδαγωγική παράδοση.  Αλλά δεν είναι το μόνο. «Υπεροχή και απόλαυση» είναι λ.χ. ο τίτλος ενός βρετανικού προγράμματος εγγραμματισμού, στη διακήρυξη του οποίου, νομίζω, ότι είναι δυνατόν να διαγνωστεί με ευχέρεια το ρίζωμά του μέσα στην καταναλωτική επικράτεια: «Η άριστη διδασκαλία δίνει στα παιδιά τις ευκαιρίες ζωής που τους αξίζουν και η απόλαυση είναι δικαίωμα κάθε παιδιού. Αλλά ο πιο ισχυρός συνδυασμός είναι αυτός που τα συνταιριάζει. Τα παιδιά μαθαίνουν καλύτερα, όταν ενθουσιάζονται και εμπλέκονται, αλλά αυτό που τα ενθουσιάζει και τα εμπλέκει καλύτερα απ’ όλα είναι η πραγματικά άριστη διδασκαλία».

Σε αυτό το αποκαλυπτικό απόσπασμα, ένα είδος λεκτικού βρόγχου, ένα από τα πολλά που κυκλοφορούν πια σε ποικίλες θεραπευτικές δοσολογίες εναντίον του μη-καινοτόμου σχολείου, περιέχονται όλες σχεδόν τις λέξεις – κλειδιά του μετανεωτερικού κόσμου: «απόλαυση, αριστεία, αυτ-αξία, δικαίωμα, ενθουσιασμός, εμπλοκή, ισχύς», τόσο πρόδηλες σε όλους μας για το θετικό τους πρόσημο, σύμφωνα με την κατήχηση που έχουμε υποστεί. Για να κατανοηθεί όμως κάπως η προφάνειά τους πρέπει να συνδυαστεί με εκείνη την εξαίσια ειρωνική περιγραφή του ανθρωπολογικού τύπου της μετανεωτερικότητας που μας παραδίδει ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν. Σύμφωνα λοιπόν με το Βρετανό στοχαστή, ο μετανεωτερικός αυτός ηδονοσυλλέκτης λαχταρά συνεχώς την προοπτική «ενός πολλαπλού οργασμού» μέσα σε ένα «σφριγηλό σώμα, υπηρετούμενο από ένα εξίσου καλοεκπαιδευμένο μυαλό, ένα σώμα ικανό για επαναλαμβανόμενη ένταση απολαύσεων και εμπειριών, ένα σώμα πάντοτε σε ευεξία, διαρκώς διαθέσιμο σε όλες τις ευκαιρίες εμπειριών που θα μπορούσε να προσφέρει ο κόσμος γύρω του, ένα είδος καλώς συγκερασμένου κλειδοκύμβαλου πάντα έτοιμου για μελωδίες ανυπέρβλητης ομορφιάς»…

Η μετανεωτερική αυτή εκπαίδευση, η οποία με την εξιδανίκευση κυρίως της επιχειρηματικότητας καταρτίζει τους μαθητές σε μια νοοτροπία καταναλωτικής πραγματογνωμοσύνης, υποκαθιστώντας παντού και πάντοτε τον Λόγιο Ερμή με τον Κερδώο, εισάγεται πλέον γοργά και στα καθ’ ημάς. Είναι το μοντέλο της ελευσόμενης εκπαίδευσης. Βασικό χαρακτηριστικό του είναι ότι κινείται ως εκκρεμές ανάμεσα σε έναν ακατάσχετο εκθεατρισμό και σε ένα πληθωριστικό εκτεχνολογισμό της παιδαγωγικής και διδακτικής πράξης, επιτελώντας μια ιδιότροπη εντέλει σύμμειξη ρομαντισμού και διαφωτισμού, που είναι, εξάλλου, και το κατ’ εξοχήν όραμα της Δύσης! Πρόκειται βεβαίως για μια εκπαιδευτική πραγματικότητα απαράβατα δεσμευτική για όλους, μια σύγχρονη «ομο-ηγεμονικο-ποίηση», για να δανεισθούμε την έκφραση του Ντερριντά. Είναι γεγονός όμως ότι το δέλεαρ γι’ αυτήν την πραγματικότητα ακούει αποκλειστικά στο όνομα της καινοτομίας, αν και θα ήμασταν ακριβέστεροι αν την αποκαλούσαμε καινοθηρία, δηλαδή καινοτομισμό.  Ο στόχος αυτής της καινοθηρίας, που επιτελείται κυρίως μέσω των λεγόμενων Καινοτόμων Προγραμμάτων, φαίνεται πως είναι ο εθισμός των μαθητών σε έναν υδροκεφαλισμό διανοημάτων, σε αγαστή μάλιστα συμφωνία με έναν υδροκεφαλισμό βιωμάτων, έτσι ώστε να εγκιβωτιστεί πλήρως ο άνθρωπος μέσα στον καταναλωτικό καρκινισμό του περίσσιου. Αλλά, επειδή η νομιμοποίηση οφείλει να περνά μέσα από τη νομιμοφροσύνη, απαιτείται και από τη συμπλεγματική αυτή εκπαίδευση να υπηρετεί πιστά την αποικιοκρατική και ιμπεριαλιστική αντίληψη του επιστημονικο-τεχνολογισμού: οφείλει δηλαδή, από τη νηπιακή ακόμη ηλικία, και σε λίγο πιθανόν από τη βρεφική και την εμβρυακή, να χρησιμοποιήσει όλους εκείνους τους τρόπους και τα μέσα για να μυθοποιήσει την τεχνολογία, με στόχο να κατασκευάσει εγκαίρως και όσο γίνεται πιο αποτελεσματικά το «μικρό επιστήμονα», ή στο χώρο λ.χ. της ιστορίας, το «μικρό ιστορικό», έτσι ώστε να επιτευχθεί απρόσκοπτα η ιλιγγιοποίηση του ανθρώπινου είδους, «ενός είδους υπερβολικά αργού», κατά την ειρωνική έκφραση του Βιριλιό. Πρόκειται για την έκσταση της τεχνολογικής θετικότητας, η οποία όμως εκ παραλλήλου ελαχιστοποιεί το ενδεχόμενο του ατυχήματος, σφραγίζοντας έτσι πλήρως τη μυθοποίηση. Πρόκειται επίσης για την εκπαιδευτική επεξεργασία μιας καταναγκαστικής ωριμότητας: νωρίτερα, επιστημονικότερα, ψηφιακότερα, καταναλωτικότερα, απολαυστικότερα, τελειότερα… Οι συνέπειες μιας τέτοιας αισιόδοξης προοπτικής δεν είναι σήμερα απόλυτα διαφανείς, αλλά έχουμε λόγους να εικάσουμε ότι η πλήρης λ.χ. υποταγή της εκπαίδευσης στον ντετερμινισμό της α-παθικής  ψηφιακότητας είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει εντέλει στην απόσυρση του εκπαιδευτικού από το προσκήνιο και στην απαξίωση της παιδαγωγικής σχέσης, επειδή ακριβώς είναι μια σχέση που πραγματικά πονάει και, ευτυχώς, δεν μπορεί ακόμη να εκ-τεχνολογηθεί… Η παιδεία δεν είναι μια διαφημιστική νεραϊδομαγεία, αλλά ένας σπαραγμός, θα μας πει ο Μπρυκνέρ, στον οποίο, βεβαίως, πρέπει να δώσουμε εγκαίρως νόημα…

Ποιος άραγε θα μπορούσε να είναι ο βαθύτατος στόχος αυτής της διαδικασίας; Διαισθάνομαι ότι είναι η επινόηση ενός μηχανισμού καινοτομιών, ακριβέστερα ενός αυτοματισμού καινοτομιών, όπου μέσα σε ένα περιβάλλον υποχρεωτικής κι εκμαυλιστικής απόλαυσης ακατάπαυστα και άκοπα θα εκρέουν, σχεδόν ως ιδρώτας, κάθε είδους πραγματικοί ή πλασματικοί αριστουργηματισμοί, οι οποίοι θα προετοιμάσουν στη συνέχεια το φανερό όνειρο εκάστης επιστημονικής κοινότητας, την εφαρμογή μιας Θεωρίας των Πάντων. Η ριζική αυτή κατανόηση των πάντων, βεβαίως, θα χρησιμοποιείται πολύ φυσιολογικά για τον έλεγχό τους.

Αγαπητοί φίλοι, το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου αφιερώνεται στην άρθρωση οκτώ εκκλήσεων για τον ελκυσμό μιας αναστοχαστικής προσέγγισης του Καινοτομείν. Η θεωρία, εξάλλου, θα μας πει ο Μπωντριγιάρ, δεν είναι μια χονδροειδής αντανάκλαση της πραγματικότητας, αλλά μάλλον μια παγίδα την οποία στήνουμε, ελπίζοντας η πραγματικότητα να αποδειχθεί αρκετά αφελής για να πέσει μέσα. Έτσι, το βιβλίο φιλοδοξεί να φέρει τη δημιουργικότητα και την καινοτομία στην αγορά, προσδοκώντας μια αναχαίτιση αυτής της παρορμητικής συναίνεσης για την αυταξία τους. Αναζητά επίσης μια νέα γλώσσα που θα στοιχειοθετήσει την αντινομία απέναντι στον καινοτομικό ιμπρεσσιανισμό της εποχής μας, καθώς και την εύρεση μιας νέας σχέσης ανάμεσα στην παράδοση και στην καινοτομία, ακολουθώντας λ.χ. μια καίρια υπόδειξη του Πεσσόα. Κατόπιν, επιδιώκει να επανεκκινήσει το διάλογο ανάμεσα στις ανθρωπιστικές και στις τεχνολογικές επιστήμες, αφήνοντας πίσω τις αγκυλώσεις αλλά και τις μνησικακίες του παρελθόντος. Θέλω να ελπίζω ότι με τη μελέτη αυτού του βιβλίου θα διαπιστώσετε τη διαλεκτική που υιοθετεί, ανάμεσα στην πανηγυρική διακήρυξη του Ζωρζ Μπατάιγ ότι «οι άνθρωποι είναι όντα της περίσσειας» και στην χαμηλόφωνη αντιλογία του Ιταλοαργεντινού ποιητή Antonio Porchia: «όταν είσαι κάτι περίσσιο, σαν άνθρωπος, είναι ανθρώπινο;» Είναι ένα έργο που προσπαθεί ακριβώς να διερευνήσει και να αμφισβητήσει την υπερχείλιση, την επιπτύχωση, τον καρκινισμό, τον υδροκεφαλισμό, την εξαιρετική ωκυτοκία των μορφών, την αψικορία και την καταναλωτική βουλιμία, στις οποίες έχουν αφοσιωθεί μετά λατρείας και μανίας η επιστήμη, η τεχνολογία, η παιδεία, η κοινωνία, η πολιτική, η οικονομία και κάθε μείζων ή ελάσσων πτυχή αυτού του κόσμου. Είναι ένα έργο, το οποίο ελπίζει στην αναθεώρηση αυτού του ιλιγγιώδους αλλά και υπερβολικά ληθαργικού ντετερμινισμού του ακόρεστου, που συνέχει πλήρως τις επιθυμίες μας και τις πραγματώσεις μας. Ένα έργο, το οποίο, όντας γραμμένο σε μια εποχή που η ετερολογία, φορώντας τα φανταχτερά διάσημα της δημιουργικότητας, διαρκώς ξιφουλκεί, εκείνο προσπαθεί να δείξει πόσο ταυτολογική είναι τελικά αυτή η ετερολογία, πόσο βιομηχανική και φωτοαντιγραφική είναι η καινοτομία, και πόσο η υμνολογημένη εναλλακτικότητα έχει καταντήσει μια στερεότυπη μανιέρα, την οποία ακολουθούμε σκυφτοί, υπήκοοι απλώς μιας βαθιά καταναλωτικής υπνοπαιδείας, υπήκοοι σε ένα φιλήδονο κέρδος.

Επιπλέον το βιβλίο μας καλεί να κατανοήσουμε ότι η  δημιουργικότητα και η καινοτομία, οι αποτελεσματικότερες φερορμόνες του πολιτισμού μας, αποτελούν ουσιαστικά το συμβολικό του κεφάλαιο. Οποιαδήποτε λοιπόν κριτική σ’ αυτόν, για να έχει διεξοδικό νόημα, πρέπει, νομίζω, να ξεκινήσει πρώτα από την έρριζη απο-κεφαλαιοποίησή τους. Έτσι, το βιβλίο αυτό κάνει έκκληση για ένα ταξίδι αποδόμησης, δηλαδή για μια «πράξη αγάπης» (Ντερριντά), για ένα ταξίδι μηδενισμού, μηδενισμού, όχι βέβαια του κόσμου, αλλά του κοντέρ αυτού του κόσμου. Κάθε μηδενισμός, άλλωστε, δεν ήταν πάντοτε ένα φάρμακο, ένα εργαλείο μιας καινούργιας κατανόησης, δηλαδή μιας καινούργιας ισορροπίας των πραγμάτων; Ο Γάλλος φιλόσοφος Ανρί Φινκελκρώτ θα γράψει χαρακτηριστικά πως «σε έναν κόσμο καταδικασμένο στην κίνηση και στη μόνιμη καινοτομία, η αληθινή καινοτομία θα συνίστατο στην επιβράδυνση, …στο να στεκόμαστε λίγο στην άκρη, … κι όπως θα έλεγε ο ίδιος ο Βάλτερ Μπένζαμιν, μόνο η διακοπή των διαδικασιών σε εξέλιξη θα άξιζε το όνομα της επανάστασης».

Μας χρειάζεται ίσως ένα άλλο πολιτισμικό παράδειγμα, γιατί το ανά χείρας έχει εξαντλήσει το παλίμψηστό του, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό μπορεί να γίνει με μερεμέτια και εποικοδομήσεις, δηλαδή με ομοιοπαθητικές θεραπείες. Κάθε τέτοιου είδους θεραπεία απλώς βαθαίνει και πληθαίνει την επιπτύχωση αυτού του κόσμου, πολλαπλασιάζει τις ρυτίδες του, ενθυλακώνοντας τελικά μέσα στον λαβύρινθο μυριάδων λαχνών το μυστικό του. Νομίζω ότι η δημιουργικότητα, με τον τρόπο και το ρυθμό στον οποίο λειτουργεί, δεν μπορεί να λειτουργήσει πλέον, γιατί η υπερβολική ρυτίδωση του κόσμου την οποία επιτελεί, τελικά επιταχύνει απλώς τη γήρανσή του. Η θεολογία του δημιουργισμού, αυτής της αέναης ερρυτίδωσης, έχει καλύψει σχεδόν πλήρως τη δημιουργικότητα. Το υπάρχον πολιτισμικό παράδειγμα ίσως δεν θέλει ομοιοπαθητικές, αλλά ετεροπαθητικές θεραπείες. Θέλει άραγε ένα απροσδιόνυσο Συμβαίνον που θα πέσει από ψηλά, ως κεραυνός, ως έκπληξη, απρόοπτο και πέρα από τον ίδιο τον ορίζοντα της αναμονής, όπως μας το υποβάλλει λ.χ. ο Ντερριντά, όπως το περιμένουν μυστικά και ανομολόγητα κι άλλοι;

Προσώρας, το βιβλίο, μέσα σε έναν κόσμο γενικευμένης διαιτολογίας, κάνει με τη σειρά του έκκληση για μια μακρόσυρτη αποπτύχωση και αποανάπτυξη, για μια επιβράδυνση και συρρίκνωση των διαδικασιών, για μια «ευρετική του φόβου», σύμφωνα με τον Jonas, για μια «δίαιτα της ευφυΐας», κατά τον Aubenque, αλλά παράλληλα και για μια δίαιτα της αριστείας και της φαντασίας, και τέλος, για μια ασκητική της δημιουργικότητας και της καινοτομίας, όπου το σύμπλεγμα λ.χ. που συνθέτουν η ύβρις και η νέμεσις θα μπορούσε να αποκτήσει και πάλι τα, αφαιρεθέντα σήμερα, δικαιώματά του… Ίσως γιατί ο συγγραφέας του διαισθάνεται ότι, μέσα ακριβώς από τη νευρωτική αυτή εκζήτηση του περίσσιου, έχει ήδη τεθεί μια ψυχωτική υπογραφή για το μέλλον του κόσμου. Ενός κόσμου που οσονούπω θα διακηρύσσει στεντόρεια ότι «ουκ επ’ άρτω ζήσεται άνθρωπος», αλλά «επί παντί ρήματι ζητούντι καινοτομίαν», και στον οποίο οι ψηφιακές του πύλες θα φέρουν φαρδιά-πλατιά μια αποκλειστικά ηθικολογική προσταγή: «Μηδείς ακαινοτόμητος εισίτω»! Εξ ου και η έκκλησή μου για τη μετάβαση από μια Παιδαγωγική της Καινοτομίας σε μια Παιδαγωγική του Μυστηρίου, μια αινιγματική δηλαδή διάνοιξη στο Μυστήριο της Παιδαγωγικής, του ανθρώπου και του κόσμου, το οποίο, σύμφωνα με τον Μορέν, ήδη μας κατοικεί. Θα κλείσω με την υπενθύμιση της Γαλλίδας ψυχαναλύτριας Μιρέιγ Σιφαλί ότι στην Παιδαγωγική συγκλίνουν απόλυτα «ευαισθησία, έρευνα και απορία» και πρέπει να πληρώσουμε όλοι μας «το προσωπικό κόστος που απαιτείται για να κατασκευαστούν γνώσεις σε ένα πεδίο στο οποίο ενεργούν άνθρωποι»: ίσως εκεί να εκτείνεται ένα πραγματικά καινοτόμο πεδίο βολής για τους εν υποψία διαβιούντες επιγενομένους…